υδρικός

υδρικός
-ή, -ό, Ν
1. αυτός που περιέχει νερό, ένυδρος
2. (σπάν.) αυτός που περιέχει υδρογόνο
3. φρ. «υδρική δίαιτα» — διαιτητική αγωγή κατά την οποία χορηγούνται μόνον υγρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. υδρ- τού ύδωρ + κατάλ. -ικός* (πρβλ. φυσ-ικός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • υδροσεληνικός — ή, ό, Ν φρ. «υδροσεληνικό οξύ» χημ. γενική ονομασία τών υδατικών διαλυμάτων τού υδροσεληνίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειος όρος, πρβλ. γαλλ. (acide «οξύ») selenhydric < selen (< σελήνιο*) + hydric (< υδρικός*)] …   Dictionary of Greek

  • υδροτελλουρικός — ή, ό, Ν φρ. «υδροτελλουρικό οξύ» χημ. συνοπτική ονομασία τών υδατικών διαλυμάτων τού υδροτελλουρίου. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. (acide) tellurhydrique < tellur (πρβλ. τελλούριο) + hydrique (< υδρικός)] …   Dictionary of Greek

  • χλωρυδρικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χλωρυδρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χλωρ(ο) * + υδρικός (< θ. υδρ τού ὕδωρ). Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Τ. Ε. Δρακούλη] …   Dictionary of Greek

  • ύδωρ — το / ὕδωρ, ατος, ΝΜΑ, και ὕδρω, και βοιωτ. τ. οὕδωρ και μτγν. ὕδος, Α (στην νεοελλ. λόγιος τ.) το νερό 2. φρ. α) «γην και ύδωρ» βλ. γη β) «ύδατος και γης απαγόρευσις» (στην αρχ. Ρώμη) μορφή εκούσιας εξορίας ενός εγκληματία στον οποίο απαγορευόταν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”