- υδρικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που περιέχει νερό, ένυδρος2. (σπάν.) αυτός που περιέχει υδρογόνο3. φρ. «υδρική δίαιτα» — διαιτητική αγωγή κατά την οποία χορηγούνται μόνον υγρά.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. υδρ- τού ύδωρ + κατάλ. -ικός* (πρβλ. φυσ-ικός)].
Dictionary of Greek. 2013.